- τετράτομος
- -η, -ο / τετράτομος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.(για βιβλίο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις τόμους («τετράτομη έκδοση»)μσν.-αρχ.ο κομμένος σε τέσσερα τεμάχια («τετράτομα ξύλα», επιγρ.)αρχ.αυτός που έχει τέσσερεις κυλίνδρους («χάρτας τετρατόμους», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + τόμος (πρβλ. πεντά-τομος)].
Dictionary of Greek. 2013.